- πρωτοπαθῶν
- πρωτοπαθέωto be primarily affectedpres part act masc nom sg (attic epic doric)πρωτοπαθήςaffected firstmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδοκαρδίτιδα — Φλεγμονή του ενδοκαρδίου ή και των καρδιακών βαλβίδων, που συνήθως οφείλεται σε δευτεροπαθή βακτηριδιακή λοίμωξη, αλλά και σε άλλους παθογόνους παράγοντες. Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει γενικά ταχυκαρδία, πυρετό, συμπτώματα εγκατεστημένης… … Dictionary of Greek
Βολφ, Γιούλιους — I (Julius Wolf,1834 – 1910).Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε λογοτεχνία και φιλοσοφία στο Βερολίνο. Το 1896 ίδρυσε περιοδικό με τον τίτλο Harzzeitung.Κατά τον Γαλλογερμανικό πόλεμο υπηρέτησε στον γερμανικό στρατό και παρασημοφορήθηκε. Μετά τον… … Dictionary of Greek